- περιπαικτικός
- η , ό[ν] насмешливый; издевательский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπαικτικός — και περιπαιχτικός ή, ό, Ν 1. (για λόγο ή πράξη) αυτός που γίνεται με σκοπό να περιπαίξει κάποιον 2. (για πρόσ.) εκείνος που συνηθίζει να περιπαίζει, να κοροϊδεύει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπαίζω. Η λ. περιπαικτικός μαρτυρείται από το 1897… … Dictionary of Greek
γελοίος — α, ο (AM γελοῑος, α, ον, Α και γέλοιος, α, ον) 1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια 2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος 3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο η γελοιότητα αρχ. 1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός 2. (για… … Dictionary of Greek
διασυρτικός — διασυρτικός, ή, όν (Α) περιπαικτικός, χλευαστικός … Dictionary of Greek
ειρωνικός — ή, ό (AM εἰρωνικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που λέγεται για ειρωνεία, περιπαικτικός αρχ. προσποιητός … Dictionary of Greek
επικέρτομος — ἐπικέρτομος, ον (Α) 1. ειρωνικός, περιπαικτικός 2. αυτός που ξεγελάει, που εξαπατά … Dictionary of Greek
κοροϊδευτικός — ή, ό [κοροϊδεύω] αυτός που γίνεται για κοροϊδία, για εμπαιγμό, περιπαικτικός. επίρρ... κοροϊδευτικά χλευαστικά, περιπαικτικά … Dictionary of Greek
παικτικός — παικτικός, ή, όν (Α) [παικτός] 1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια 2. περιπαικτικός, περιγελαστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόν η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα. επίρρ... παικτικῶς (Μ) αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού … Dictionary of Greek
περιπαιχτικός — ή, ό, Ν βλ. περιπαικτικός … Dictionary of Greek
εμπαικτικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για χλευασμό ή εξαπάτηση, χλευαστικός, περιπαικτικός: Εμπαικτικός μορφασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)